σφογγάτο

σφογγάτο
το, / σφογγᾱτον ΝΜ
βλ. σφουγγάτο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σφουγγάτο — το / σφουγγᾱτον, ΝΜ και σφογγάτο Ν και σφογγᾱττον Μ ομελέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφόγγος/ σπόγγος + κατάλ. άτο (πρβλ. λεμον άτο). Ο νεοελλ. τ. σφουγγάτο με κώφωση τού /ο/ σε /u/, πρβλ. κώδων: κουδούνι] …   Dictionary of Greek

  • σφουγγάτο — το και σφογγάτο, το ομελέτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”